ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ
Η ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ
Ο «Πολυδεύκης» Πολιτιστικός Σύλλογος του Καστορείου, Δήμου Σπάρτης, Λακωνίας, προσπαθεί να παραμένει συνεπής στις αρχές και τους καταστατικούς σκοπούς του. Ανάμεσα στις δράσεις του είναι η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μας. Και βέβαια ένας πυλώνας του πολιτισμού για κάθε λαό είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η καθημερινή ζωή και η διατροφή.
Η μαγειρική, η ζαχαροπλαστική αλλά και όλες οι εργασίες που αφορούν στη διαβίωση του ανθρώπου είναι μέρος της άυλης πολιτιστικής του κληρονομιάς και με αυτό το βιβλίο ο Πολυδεύκης καταγράφει δραστηριότητες που αφορούν στην καθημερινή λειτουργία του σπιτιού στην περιοχή μας, ιχνηλατώντας πίσω στο χρόνο.
Η προσπάθεια ήταν μακροχρόνια και επίπονη διότι έπρεπε να αναζητηθούν και καταγραφούν οι αυθεντικές δραστηριότητες και συνταγές μαγειρικής, παρασκευής γλυκισμάτων αλλά και άλλων χρηστικών παρασκευασμάτων, όπως το σαπούνι, το βαλσαμόλαδο κ.λπ.. Και σε αυτό βοήθησαν αρκετοί συμπολίτες και πατριώτες μας.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αναφερθούν, και τους εκφράζουμε τις βαθύτατες ευχαριστίες μας, οι γυναίκες κυρίως αλλά και οι άνδρες που περιέγραψαν ή έδωσαν τα κείμενα για τις συνταγές. Τα ονόματά τους καταγράφονται στην κάθε συνταγή. Χωρίς αυτές το βιβλίο αυτό δε θα μπορούσε να εκδοθεί.
Την επιμέλεια του βιβλίου ανέλαβαν η Γενική Γραμματέας του Πολυδεύκη Βαρβάρα Κεμερίδου και η Ταμίας Καίτη Σμυρνιού οι οποίες και κατέγραψαν το μεγαλύτερο μέρος των συνταγών. Μια εργασία που κατά τη γνώμη μας στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και ελπίζουμε να το διαπιστώσουν και οι αναγνώστες. Στη λήψη και την επιλογή των φωτογραφιών συνετέλεσαν αρκετοί, θα αναφέρουμε τις δύο επιμελήτριες, τον Γιάννη Αρφάνη και την Ελένη Βλαχογιάννη – η Ελένη άναψε τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο και έψησε παραδοσιακά εδέσματα για χάρη της φωτογράφησης.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στις Ρένα Δαγριτζίκου και Ρόη Λαμπή για τη βοήθεια στη συλλογή και καταγραφή των συνταγών. Και βέβαια, όπως πάντα ο Δημήτρης Πελεκάνος ανέλαβε τη στοιχειοθεσία και το καλλιτεχνικό στήσιμο του βιβλίου. Όλοι όσοι προαναφέρθηκαν εργάστηκαν αφιλοκερδώς για αυτή τη σημαντική πολιτιστική πρωτοβουλία γεγονός που αποδεικνύει ότι σήμερα που η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τις βαθιές πληγές από την οικονομική κρίση, οι πολίτες της επενδύουν σε κοινωνικά οράματα που δεν αντανακλούν στο συμφέρον.
Αλλά τα λόγια είναι λόγια, η φασολάδα έχει το φαί!! Και η φασολάδα έγινε.
Καλή ανάγνωση και πρωτίστως καλή επιτυχία στις συνταγές που θα δοκιμάσετε.
Πολυδεύκης, ΔΣ
Παναγιώτης Ζωγράφος
Έλληνας ζωγράφος και αγωνιστής του 1821 από τη Βορδόνια της Λακωνίας. Αποτελεί θρύλο για την ελληνική τέχνη χάρη στη συνεργασία του με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, που τον κάλεσε μαζί με τους δυο γιους του να εικονογραφήσουν τις μεγάλες στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Το 1836, ο Μακρυγιάννης καλεί τον Παναγιώτη Ζωγράφο για να εικονογραφήσει τα Αποµνηµονεύµατά του. Το µόνο που ξέρει γι αυτόν ο στρατηγός είναι πως ο ζωγράφος υπήρξε και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Κι αυτά που ξέρουµε εµείς για τον Ζωγράφο περιορίζονται στα στοιχεία που µας δίνει ο ίδιος ο Μακρυγιάννης. Φαίνεται λοιπόν πως ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν ένας λαϊκός, αυτοδίδακτος ζωγράφος και αγιογράφος από τη Λακωνία. Μια νεότερη εκδοχή θέλει τον Μακρυγιάννη να συγχέει τα ονόµατα και να καλεί στην πραγµατικότητα τον ∆ηµήτριο Ζωγράφο, του οποίου ο γιος Παναγιώτης σπουδάζει αργότερα στο Σχολείο των Τεχνών. Πράγµατι, κάποια από τα έργα που συµπληρώνουν τα Αποµνηµονεύµατα υπογράφονται από τον ∆ηµήτριο.
«Έτσι τα κονόμησε ο Θεός: Άνθρωποι ήσυχοι, της ειρήνης να γράφουνε πολλές φορές ιστορίες άγριες και άλλοι αιμοβόροι και σκληροί να γράφουνε γλυκά πράματα, ερωτικά και τέτοια αισθηματολογικά. Μη θαρρείς πως το να γράφει κανείς ιστορικά πράματα, είναι πιο εύκολο και πιο βολικό παρά να εξιστορεί αισθήματα και να βγάζει από το νου του φαντασίες ασύστατες και ποιήματα… Εδώ η μαστοριά είναι άλλη. Το να νοιώσεις την ομορφιά πού χουνε οι ιστορίες και να τις φιλοτεχνήσεις σαν τον καλό ζωγράφο και ένα μεράκι ξεχωριστό, ένα αίσθημα που βγαίνει από τα ριζοκάρδια.»
Ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα Απομνημονεύματά του. Εξ άλλου οι περισσότεροι Έλληνες, έβγαιναν από το έρεβος της σκλαβιάς αναλφάβητοι. Ο Μπάρμπα Γιάννης έμαθε να γράφει αλλά όχι και να ζωγραφίζει. Προσπάθησε λοιπόν να συνεργαστεί με ένα Ευρωπαίο ζωγράφο. Εκείνος θα ιστορούσε με την δική του λαϊκή, απροσποίητη και λαγαρή γλώσσα του όσα την μνήμη και την καρδιά του είχαν σημαδέψει κι ο Φράγκος θα έπρεπε να τα ζωντανέψει στο ξύλο. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα, λόγω δυσκολιών στην συνεννόηση, αλλά και στη δυσκολία του ζωγράφου να αντιληφθεί όσα ο Μπάρμπα Γιάννης ήθελε να εκφράσει στους πίνακες. Μας λέει παρακάτω ο Στρατηγός.
« κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές, τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν, έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά και τους είχα εις το σπίτι μου, όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα. Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Ο επόμενος συνεργάτης του ήταν ο Παναγιώτης Ζωγράφος, από την Βορδόνια της Λακωνίας, μαζί με τους δυο γιούς του.
« Λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ’ τον ίδιο πολιτισμό, έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία».
Αυτά γράφει σχετικά με τον Παναγιώτη Ζωγράφο η εξαίρετη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Κα Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα στο άρθρο της “ Εικονογραφία του Αγώνα”, που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.
Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία αυτή 1836- 1839. Επισκέφτηκαν τα διάφορα πεδία των μαχών, που είχε λάβει μέρος ο Μακρυγιάννης και ενώ ο Στρατηγός τού εξιστορούσε « έτσι είναι εκείνη η θέσις, έτσι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε, αρχηγός των Ελλήνων ήτο εκείνος, αρχηγός των Τούρκων εκείνος», ο Ζωγράφος φιλοτεχνούσε τον πίνακα.
Το αποτέλεσμα αυτής της αρμονικής και αγαστής συνεργασίας ( έμπνευση και αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Π. Ζωγράφου) υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμο. 25 κάδρα σε ξύλο, διαστάσεων 0, 565 x 0,40 ζωγραφισμένα με τη βυζαντινή τεχνική. Οι θεματικές ενότητες του έργου είναι: 21 Πίνακες με πολεμικά γεγονότα (12 αφορούν γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Στερεά Ελλάδα, 2 αφορούν στην Ήπειρο, 4 στην Πελοπόννησο και 3 ναυμαχίες), 2 Πίνακες Συμβολικοί,1Πίνακας Κατάλογος Ελλήνων και Φιλελλήνων και ένας, που παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, ο οποίος καταστράφηκε από τους φίλους του για λόγους προστασίας του στρατηγού και αντικαταστάθηκε από μια προσωπογραφία του ίδιου.
Από τους 24 πρωτότυπους πίνακες, κατασκευάστηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων σε χαρτί στράτζο, διαστάσεων 0,64 x0,50 με την τεχνική της υδατογραφίας.
Τους πίνακες αυτούς ο Μακρυγιάννης τους έδειξε για πρώτη φορά στους φίλους του, τους οποίους είχε καλέσει σε επίσημο γεύμα στο σπίτι του. Ο ίδιος γράφει:
… Τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους Φιλέλληνας, τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και τους υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα τις εικονογραφίες και τις θεώρησαν…
Από τις 4 σειρές ο Μακρυγιάννης χάρισε τις τρεις στους Πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας ενώ μία σειρά πρόσφερε στον βασιλιά Όθωνα. Οι καλές κριτικές που δέχτηκε και ο ενθουσιασμός των συναγωνιστών του και των άλλων ομοτράπεζων, ενίσχυσαν τη σκέψη του Στρατηγού για την έκδοση ενός λευκώματος προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα της απόκτησής του από πολλούς.
Για τον σκοπό αυτό συμφώνησε με τον δάσκαλο Αλέξανδρο Ησαΐα και συνυπέγραψε την 583 συμβολαιογραφική πράξη, έτους 1839 του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Πίταρη. Σ’ αυτήν βεβαιώνεται η παράδοση στον Ησαΐα της σειράς των αντιγράφων, που είχε δωρίσει ο Μακρυγιάννης στον Όθωνα και την οποία δανείστηκε ο Στρατηγός για να υλοποιηθεί η έκδοση. Ο Ησαΐας υποσχέθηκε να πάει στο Παρίσι για να λιθογραφήσει τους πίνακες και αφού προβεί σε κάποιες μικροδιορθώσεις των θέσεων και των προσώπων, χωρίς να απομακρυνθεί από την ιδέα ή να παραλλάξει κάτι από τις εκθέσεις των περιστατικών και των περιγραφών, να τυπώσει κάποια αντίτυπα.
Παρά τη συμφωνία τους, ο Ησαΐας στη Βενετία φιλοτέχνησε νέους πίνακες, δυτικού τύπου, τελείως διαφορετικούς από εκείνους των Μακρυγιάννη- Ζωγράφου και τους τύπωσε. Όταν το 1840 οι λιθογραφίες αυτές κυκλοφόρησαν στην Αθήνα, ο Μακρυγιάννης τις αποδοκίμασε και κατήγγειλε δημόσια ότι ο Ησαΐας νόθευσε τους πίνακές του, ότι τους πλαστογράφησε και ότι δολίως παρέβη τη συμφωνία περί των πνευματικών δικαιωμάτων του.
Η αλήθεια είναι ότι η κατηγορία του Στρατηγού δεν ήταν σταθερή και δίκαια. Ο Ησαΐας εξέδωσε άλλους, τελείως διαφορετικούς πίνακες, που καθόλου δεν υστερούσαν σε καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον.
Μετά το θάνατο του Ησαΐα στην Τεργέστη, ολόκληρη η σειρά του Όθωνα χάθηκε. Το 1909 όμως ο Ιωάννης Γεννάδιος την εντόπισε στη Ρώμη και την αγόρασε. Σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η σειρά που χάρισε στον Άγγλο πρεσβευτή Έντμοντ Λάιονς παραδόθηκαν στον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστον, ο οποίος τα πρόσφερε στη βασίλισσα Βικτωρία.
Από την πρωτότυπη σειρά, που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, άλλοτε Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ. Ακόμη τρία αντίγραφα σε χαρτόνι. Τα έργα αυτά χάρισε στην Εταιρεία ο Στρατηγός Κίτσος Ιωάννου Μακρυγιάννης το 1927. Οι σειρές που χαρίστηκαν στον Γάλλο Πρεσβευτή και τον Ρώσο δεν έχουν βρεθεί και αγνοούμε την τύχη τους.
Βαρβάρα Κεμερίδου
Το τέμπλο της Γέννησης της Θεοτόκου στο Καστόρι
ΕΝΑ «ΑΞΙΟΘΕΑΤΟ» ΕΡΓΟ
Της αρχαιολόγου Ευαγγελίας Ν. Πάντου
Αξιόλογο δείγμα θρησκευτικής πνοής και λαϊκής καλλιτεχνικής έκφρασης αποτελεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ενοριακού ναού του Καστορίου, αφιερωμένου στη Γέννηση της Θεοτόκου.
Πρόκειται για έργο ανώνυμου λαϊκού ξυλογλύπτη με επιβλητικές διαστάσεις και θαυμαστό μορφικό πλούτο, ρυθμικά οργανωμένο. Συγκροτείται από τρία ανεξάρτητα μέρη, που αντιστοιχούν στους τρεις χώρους του Ιερού Βήματος (κυρίως Ιερό, Πρόθεση, Διακονικό). Η καθ᾿ ύψος διάταξή του είναι τριμερής. Στη βάση έχουν τοποθετηθεί θωράκια, που το καθένα κοσμεί μεγάλο ανάγλυφο καρδιόσχημο μοτίβο, πλαισιωμένο από ελισσόμενους βλαστούς με τριαντάφυλλα. Δύο από τα συνολικά ένδεκα θωράκια έχουν ως θέμα γλυπτούς ρόμβους. Στους πεσσίσκους ανάμεσα στα θωράκια έχουν σκαλισθεί ανθοδοχεία με ψηλούς ανθοφόρους κλώνους.
Ακολουθούν τα δεσποτικά, εικόνες που ανάγονται στο 19ο αιώνα, πλαισιωμένες επάνω και κάτω από ορθογώνια ξυλόγλυπτα στοιχεία (κεταμπέδες). Εκεί η διακόσμηση γίνεται εξαιρετικά πλούσια με πολυέλικτους φυλλοφόρους βλαστούς, που ξεπηδούν από ανθεμωτούς κάλυκες και τριαντάφυλλα. Στους κάτω κεταμπέδες, με αφηγηματική διάθεση και μικροτεχνική επιδεξιότητα, αποδίδονται και παραστατικές συνθέσεις, θρησκευτικές (Παλαιά-Καινή Διαθήκη) ή και από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων: το Προπατορικό Αμάρτημα και η Εκδίωξη των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, η Γέννηση του Χριστού, η Προσκύνηση των Μάγων, ο άγιος Γεώργιος δρακοντοκτόνος, ο άγιος Δημήτριος που φονεύει τον Σκυλογιάννη, μυθικό πουλί, ανθρώπινη μορφή με χαρακτηριστικό κάλυμμα κεφαλής, που φράσσει το στόμα λιονταριού και άλλες δυο μορφές, που μεταφέρουν επάνω σε ραβδί μεγάλο σταφύλι. Γύρω από τους διαχωριστικούς κιονίσκους, που επιστέφονται με κορινθιάζοντα κιονόκρανα, περιελίσσεται κληματίδα με σταφύλια.
Στο κεντρικό τμήμα του τέμπλου, επάνω από τα δεσποτικά, αναπτύσσονται τρεις επάλληλες, κατάκοσμες ζώνες. Η κατώτερη, η οποία λείπει από τα πλαϊνά τμήματα του τέμπλου (Πρόθεση-Διακονικό), έχει την ίδια φυσιοκρατική διαπραγμάτευση με τις υποκείμενες σειρές. Εύκαμπτη κληματίδα με σαρκώδη φύλλα και χυμώδη σταφύλια διακοσμεί την επόμενη ζώνη, κοινή και για τα τρία μέρη του τέμπλου. Κατά διαστήματα παρεμβάλλονται ανάγλυφες σκηνές, όπως χέρι που τείνει να κόψει σταφύλι ή πουλιά που ραμφίζουν σταφύλια. Η ζώνη αυτή έχει κοιλόκυτη απόληξη.
Τελευταία αναπτύσσεται ζωφόρος, με γραπτές εικόνες του Δωδεκαόρτου. Στις γλυπτές διατυπώσεις της ζώνης αυτής αναγνωρίζονται φυτικά θέματα των άλλων ζωνών, σκαλισμένα σε μικρότερη κλίμακα.
Ξυλόγλυπτος σταυρός με γραπτή παράσταση του Εσταυρωμένου και ζεύγος δρακόντων, σημειώνουν την απόληξη του φράγματος.
Την Ωραία Πύλη φράσσει βημόθυρο με ανάγλυφα φυτικά κοσμήματα και παραστάσεις (άγιος Γεώργιος, άγιος Δημήτριος) και με δαντελωτή κοιλόκυρτη επίστεψη. Τα επίθυρα της Ωραίας Πύλης και των πυλών της Πρόθεσης και του Διακονικού είναι γλυπτά με ευκίνητα φυτικά σχέδια και κοιλόκυρτο διάτρητο τελείωμα.
Το ανάγλυφο στο ξυλόγλυπτο σύνολο είναι έντονα έξεργο, ιδιαίτερα στις παραστατικές σκηνές. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό των διακοσμητικών, που πληθωρικά γεμίζουν τις επιφάνειες, είναι η έντονη αναζήτηση της φυσικότητας και η μελωδική επανάληψή τους.
Το τέμπλο του Καστορίου, το οποίο με βάση την τεχνική εκτέλεση και τη θεματολογία του, θα μπορούσε να τοποθετηθεί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αποκαλύπτει τη συνθετική και διακοσμητική ικανότητα του δημιουργού του και φωτίζει μία ακόμη «εκθαμβωτική περιοχή της ψυχής του λαού μας».
Ο Νιίκος Γεωργιάδης Γράφει για τη Σπάρτη
Έναν γνήσιο ευγενή ευπατρίδη, με μεγάλη προσφορά σε θέματα κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, αποχαιρέτησε η πόλη της Σπάρτης, τη Δευτέρα 6 Ιουλίου, στον Μητροπολιτικό Ναό Ευαγγελιστρίας. Ο φωτογράφος και επίτιμος πρόεδρος της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, Νίκος Γεωργιάδης, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών. Ανιδιοτελής και πολύτιμη η προσφορά του στην καταγραφή και ανάδειξη της ιστορίας της πόλης του
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καστορείου παρουσιάζει στους αναγνώστες του περιοδικού μας το βιβλίο του «ΠΕΡΙ ΣΠΑΡΤΗΣ». Είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο από τον ίδιο το συγγραφέα του σε όσους αγαπούν τη Σπάρτη και αναφέρεται στην περίοδο από την ανίδρυση της πόλης το 1834 ως το τέλος του 19ου αιώνα. Πληροφορίες για τη ζωή και τις δραστηριότητες των ανθρώπων, άγνωστες στο ευρύ κοινό, έρχονται στο φως χάρη στη μεθοδική του έρευνα και τη συστηματική προσέγγιση σε κάθε είδους πηγή, προφορική ή γραπτή. «Είχα συλλέξει αρκετά στοιχεία από διάφορες γραπτές ή προφορικές πηγές, πολλά όμως από αυτά έπρεπε να διασταυρωθούν και να τεκμηριωθούν. Έτσι κατέφυγα στο πλέον έγκυρο μέσο-τον Τύπο της Σπάρτης, η πρώτη εφημερίδα του οποίου κυκλοφόρησε στην πόλη το 1860, με τίτλο Λακωνία». Διάβασε εκατοντάδες φύλλων του τοπικού Τύπου που φυλάσσονται: Στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, στην Βιβλιοθήκη της Παλαιάς Βουλής, στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης, αλλά και σε δύο ιδιωτικές, των αείμνηστων δικηγόρων Σαράντου Θεοδωρόπουλου και Χριστόφορου Κυρούση. Πολύτιμες πληροφορίες άντλησε και από τις μακρές συζητήσεις που είχε με τον μακαριστό Μητροπολίτη Κυθήρων Μελέτιο Γαλανόπουλο, τον οποίο χαρακτηρίζει «μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια των συμβάντων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αφού σε πολλά από αυτά υπήρξε και πρωταγωνιστής». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα μάθουμε για την ανίδρυση της πόλης στη θέση της αρχαίας Σπάρτης και θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της πόλης αυτής σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας των κατοίκων της. Το βιβλίο αυτό καταγράφει τη διαδρομή της πόλης ανάμεσα σε τέσσερις δεκαετίες, 1900-1940, φωτίζοντας και αναδεικνύοντας την πολιτιστική, πνευματική και κοινωνική ζωή της Σπάρτης, που τόσο αγάπησε ο Νίκος Γεωργιάδης. «Οφείλω να παραδεχθώ ότι ανήκω κι εγώ στους συμπολίτες εκείνους, που είναι ερωτευμένοι με τη Σπάρτη», δηλώνει στο βιβλίο του. Η ιστορική αυτή διαδρομή συμπληρώνεται με αυθεντικές φωτογραφίες κάθε εποχής από το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του «Φωτογραφικού Οίκου Γεωργιάδη». Οι εικόνες και οι παραπομπές σε βιβλία και εφημερίδες καθιστούν την πληροφορία έγκυρη. Ας σταθούμε σε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου. Το 1249 οι Φράγκοι ιδρύουν το Κάστρο του Μυστρά και το 1262 το παραδίδουν στους Βυζαντινούς. Τότε οι κάτοικοι της μικρής Σπάρτης εγκαταλείπουν την κοιλάδα και οικίζουν το λόφο κάτω από τη σκιά του Κάστρου. Εκεί θα παραμείνουν μέχρι το 1825, όταν ολόκληρη η Λακωνία καταστρέφεται από τη στρατιά του Ιμπραήμ. (Έκθεση του Επισκόπου Δανιήλ 10/10/1825 που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Μελετίου Γαλανόπουλου Εκκλησιαστικαί σελίδες Λακωνίας, Αθήναι 1939. Μετά την επιδρομή, οι κάτοικοι αρχίζουν σιγά- σιγά να εγκαταλείπουν την πλαγιά και να εγκαθίστανται στους πρόποδες του λόφου. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια των κατοίκων για μεταφορά του οικισμού. Τον Οκτώβριο του 1834 υπογράφεται από τον Βασιλιά Όθωνα το Διάταγμα «Περί ανεγέρσεως της Παλαιάς Σπάρτης. «… το Γενάρη του 1833 πήρα εντολή να πάω στη Σπάρτη μαζί με τον Λοχαγό του Μηχανικού Γιόχμους. Αυτός είχε προτείνει ένα πολεοδομικό σχέδιο για την καινούργια πόλη, ενώ εγώ ενδιαφέρθηκα για τα ερείπια της αρχαιότητας…». Από το βιβλίο «Αναμνήσεις και Ανταποκρίσεις από την Ελλάδα 1832-1833», Λουδοβίκου Ρος. Στα 1834 ο Βαυαρός Γεωμέτρης Stauffert υποβάλλει προς το Υπουργείο το τελικό σχέδιο της πόλεως, γνωστό ως «βαυαρικό σχέδιο». Από την ενότητα, Δημόσια Έργα και Κτήρια στη Σπάρτη, ας δούμε τις πληροφορίες που αντλούμε για την Κεντρική Πλατεία. Η πλατεία αυτή δωρίστηκε στο Δήμο Σπαρτιατών με Βασιλικό Διάταγμα στις 14 Οκτωβρίου 1852, για να πραγματοποιούνται σ’ αυτή οι καθημερινές και η αγορά του Σαββάτου. Μια εικόνα της αγοράς αυτής δίνει, 45 χρόνια αργότερα, ο Χ. Π. Κορύλλος στο βιβλίο του: Πεζοπορία από Πατρών εις Σπάρτην, 1889. «… το δε τετράγωνον έκλειε γυνή πωλούσα χιόνα εκ του Ταϋγέτου, ην μόνον κατά Σάββατον δύνανται να έχωσιν οι Σπαρτιάται…». Για το Δημαρχείο διαβάζουμε στην Ηχώ του Ταϋγέτου (15/4/1872): «Ο Δήμαρχος κ. Μελετόπουλος έρριψε τον θεμέλιον λίθον και προχωρεί έκτοτε η οικοδομή μεγαλοπρεπής, ωραία». Πέρασαν 37 ολόκληρα χρόνια έως ότου περατωθεί. Γράφει η Λακεδαίμων (3/5/1909). «Την Τετάρτην 29 λήξαντος μηνός(Απριλίου 1909) ετελέσθησαν τα εγκαίνια του νέου δημαρχιακού καταστήματός μας…». Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνει ο συγγραφέας για τον Ευρώτα. Περιηγητές και λογοτέχνες έχουν περπατήσει στις όχθες του και τον έχουν περιγράψει δίνοντας μια ειδυλλιακή εικόνα του. Όμως η χειμωνιάτικη εικόνα του «Νεροδράκοντα», όπως αποκάλεσε τον Ευρώτα η λαϊκή Μούσα, για τους κατοίκους ήταν ταυτισμένη με δυσκολίες και κινδύνους. Η γέφυρα του Κόπανου, που εξυπηρετούσε την περιοχή για 150 χρόνια, λίγο πριν το 1900, παρασύρθηκε και κατέρρευσε από τον όγκο του νερού. Ήδη, όμως, το 1871 έχουμε στην Ηχώ του Ταϋγέτου (φ. 168, 2/6/1871) πρώτη είδηση: «Απεφασίσθη η κατασκευή γεφύρας επί του Ευρώτα…» και στην ίδια εφημερίδα, 20 χρόνια αργότερα από την αρχική απόφαση, «Περί τας 300 χιλιάδας κατειργασμένου σιδήρου, προωρισμένου εις την κατασκευήν της γεφύρας του Ευρώτα, μετηνέχθη εξ Ευρώπης εις Γύθειον, όθεν μεταφέρεται ήδη δια κάρων ενταύθα». Πρόκειται για τη μεταλλική γέφυρα στην είσοδο της πόλης, δεμένη με τη νεώτερη ιστορία της Σπάρτης. Σήμερα ρημάζει παραδομένη στην οξείδωση και τον χρόνο, παρόλο που έχει κηρυχθεί διατηρητέα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ελονοσία και φυματίωση μαστίζουν τον πληθυσμό. Οι κάτοικοι τα καλοκαίρια εγκαταλείπουν την πόλη και καταφεύγουν στο Γύθειο ή στον Ταΰγετο (Γεωργίτσι, Λουσίνα, Λακκώματα). Η συστηματική προσέγγιση σε κάθε είδους πηγή, προφορική ή γραπτή του φανέρωσαν εικόνες άγνωστες και απρόσμενες. Παράδειγμα: Το ατύχημα με τον 15χρονο εργάτη, που τραυματίστηκε θανάσιμα πέφτοντας από τις σκαλωσιές του Δημαρχείου, όταν αυτό άρχισε να κτίζεται. Οι εργάτριες στα κλωστοϋφαντουργεία της πόλης, αποκαμωμένες από τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, σιγοψιθύριζαν το τραγούδι «Ήλιε μου, χρυσέ ήλιε μου και κοσμογυριστή μου, σε καταριέται η εργατιά π’ αργείς να βασιλέψεις». Το τραγούδι σώθηκε προφορικά, γιατί το σιγοτραγουδούσαν δακρύζοντας κάποιες από αυτές τις εργάτριες, που ζούσαν ακόμη τη δεκαετία του 1960. Έτσι αξιοποιώντας τις πηγές και με πολλή βάσανο η εργασία αυτή του Νίκου Γεωργιάδη παρουσιάζει όλα όσα συνθέτουν και αποκαλύπτουν την εικόνα της Σπάρτης. Αληθινά, ένας θησαυρός γνώσεων και ένας οδηγός για κάθε έναν από εμάς, που επιθυμεί να ξαναδεί τη Σπάρτη με μια άλλη ματιά. Για τον συγγραφέα του βιβλίου, τον ταπεινό και άοκνο εργάτη Νίκο Γεωργιάδη, ένα μεγάλο ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη μας.
Βαρβάρα ΚεμερίδουΦ
Φωτογραφίες Αρχείου Ν. Γεωργιάδη